Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμίσθωτος
Ἀμίστρης
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
Ἀμισώδαρος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμίτρωτος
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμά
ἁμματίζω
ἁμματισμός
ἀμμία
ἄμμινος
ἀμμιρός
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
View word page
ἀμμά
mother

ShortDef

mother

Debugging

Headword:
ἀμμά
Headword (normalized):
ἀμμά
Headword (normalized/stripped):
αμμα
IDX:
4625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4626
Key:

Data

{'content': 'mother'}