Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπασμα
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
καταπατάκτην
καταπατέω
καταπάτημα
καταπάτησις
καταπατητέος
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαυστέον
καταπαυστήριον
καταπαυστικός
καταπαύω
καταπεδάω
καταπεζεύω
καταπεζομαχέω
καταπειθής
καταπείθησις
View word page
κατάπαυμα
a means of stopping

ShortDef

a means of stopping

Debugging

Headword:
κατάπαυμα
Headword (normalized):
κατάπαυμα
Headword (normalized/stripped):
καταπαυμα
IDX:
46258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46259
Key:

Data

{'content': 'a means of stopping'}