Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπαραλλήλως
καταπαρμός
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
καταπατάκτην
καταπατέω
καταπάτημα
καταπάτησις
καταπατητέος
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαυστέον
καταπαυστήριον
καταπαυστικός
καταπαύω
καταπεδάω
καταπεζεύω
View word page
καταπάτημα
that which is trampled under foot

ShortDef

that which is trampled under foot

Debugging

Headword:
καταπάτημα
Headword (normalized):
καταπάτημα
Headword (normalized/stripped):
καταπατημα
IDX:
46255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46256
Key:

Data

{'content': 'that which is trampled under foot'}