Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπανουργεύω
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
καταπατάκτην
καταπατέω
καταπάτημα
καταπάτησις
καταπατητέος
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαυστέον
καταπαυστήριον
καταπαυστικός
καταπαύω
View word page
καταπατάκτην
trap-door
ShortDef
trap-door
Debugging
Headword:
καταπατάκτην
Headword (normalized):
καταπατάκτην
Headword (normalized/stripped):
καταπατακτην
IDX:
46253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46254
Key:
Data
{'content': 'trap-door'}