Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπαλτικός
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
καταπατάκτην
καταπατέω
καταπάτημα
καταπάτησις
καταπατητέος
κατάπαυμα
κατάπαυσις
View word page
καταπασσαλεύω
nail down
ShortDef
nail down
Debugging
Headword:
καταπασσαλεύω
Headword (normalized):
καταπασσαλεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπασσαλευω
IDX:
46249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46250
Key:
Data
{'content': 'nail down'}