Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτικός
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
καταπατάκτην
καταπατέω
καταπάτημα
καταπάτησις
View word page
καταπαρμός
piercing, boring

ShortDef

piercing, boring

Debugging

Headword:
καταπαρμός
Headword (normalized):
καταπαρμός
Headword (normalized/stripped):
καταπαρμος
IDX:
46246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46247
Key:

Data

{'content': 'piercing, boring'}