Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτικός
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
καταπατάκτην
View word page
καταπανουργεύω
act villainously

ShortDef

act villainously

Debugging

Headword:
καταπανουργεύω
Headword (normalized):
καταπανουργεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπανουργευω
IDX:
46243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46244
Key:

Data

{'content': 'act villainously'}