Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτικός
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
View word page
καταπαλτός
hurled down

ShortDef

hurled down

Debugging

Headword:
καταπαλτός
Headword (normalized):
καταπαλτός
Headword (normalized/stripped):
καταπαλτος
IDX:
46240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46241
Key:

Data

{'content': 'hurled down'}