Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπαις
καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτικός
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασσαλεύω
View word page
καταπαλτικός
belonging to catapults

ShortDef

belonging to catapults

Debugging

Headword:
καταπαλτικός
Headword (normalized):
καταπαλτικός
Headword (normalized/stripped):
καταπαλτικος
IDX:
46239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46240
Key:

Data

{'content': 'belonging to catapults'}