Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμισθία
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
Ἀμίστρης
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
Ἀμισώδαρος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμίτρωτος
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμά
ἁμματίζω
ἁμματισμός
ἀμμία
ἄμμινος
ἀμμιρός
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
View word page
ἀμιχθαλόεις
inaccessible, inhospitable
ShortDef
inaccessible, inhospitable
Debugging
Headword:
ἀμιχθαλόεις
Headword (normalized):
ἀμιχθαλόεις
Headword (normalized/stripped):
αμιχθαλοεις
IDX:
4623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4624
Key:
Data
{'content': 'inaccessible, inhospitable'}