Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτικός
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
καταπαρτέον
View word page
καταπαλταφέτης
artilleryman

ShortDef

artilleryman

Debugging

Headword:
καταπαλταφέτης
Headword (normalized):
καταπαλταφέτης
Headword (normalized/stripped):
καταπαλταφετης
IDX:
46237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46238
Key:

Data

{'content': 'artilleryman'}