Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτικός
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
View word page
καταπαλαίω
to throw in wrestling

ShortDef

to throw in wrestling

Debugging

Headword:
καταπαλαίω
Headword (normalized):
καταπαλαίω
Headword (normalized/stripped):
καταπαλαιω
IDX:
46233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46234
Key:

Data

{'content': 'to throw in wrestling'}