Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτικός
καταπαλτός
View word page
καταπαίω
strike hard
ShortDef
strike hard
Debugging
Headword:
καταπαίω
Headword (normalized):
καταπαίω
Headword (normalized/stripped):
καταπαιω
IDX:
46230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46231
Key:
Data
{'content': 'strike hard'}