Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτικός
View word page
κατάπαις
puerarius

ShortDef

puerarius

Debugging

Headword:
κατάπαις
Headword (normalized):
κατάπαις
Headword (normalized/stripped):
καταπαις
IDX:
46229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46230
Key:

Data

{'content': 'puerarius'}