Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάξυσμα
καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
View word page
καταπαίζω
to mock at

ShortDef

to mock at

Debugging

Headword:
καταπαίζω
Headword (normalized):
καταπαίζω
Headword (normalized/stripped):
καταπαιζω
IDX:
46228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46229
Key:

Data

{'content': 'to mock at'}