Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
View word page
καταπαιγμός
mockery

ShortDef

mockery

Debugging

Headword:
καταπαιγμός
Headword (normalized):
καταπαιγμός
Headword (normalized/stripped):
καταπαιγμος
IDX:
46225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46226
Key:

Data

{'content': 'mockery'}