Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
View word page
καταπαγκρατιάζω
conquer in the παγκράτιον

ShortDef

conquer in the παγκράτιον

Debugging

Headword:
καταπαγκρατιάζω
Headword (normalized):
καταπαγκρατιάζω
Headword (normalized/stripped):
καταπαγκρατιαζω
IDX:
46224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46225
Key:

Data

{'content': 'conquer in the παγκράτιον'}