Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
καταπαίω
View word page
καταξύω
scrape down

ShortDef

scrape down

Debugging

Headword:
καταξύω
Headword (normalized):
καταξύω
Headword (normalized/stripped):
καταξυω
IDX:
46220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46221
Key:

Data

{'content': 'scrape down'}