Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
View word page
καταξυσμός
scarification
ShortDef
scarification
Debugging
Headword:
καταξυσμός
Headword (normalized):
καταξυσμός
Headword (normalized/stripped):
καταξυσμος
IDX:
46219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46220
Key:
Data
{'content': 'scarification'}