Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
View word page
κατάξυσις
scraping
ShortDef
scraping
Debugging
Headword:
κατάξυσις
Headword (normalized):
κατάξυσις
Headword (normalized/stripped):
καταξυσις
IDX:
46217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46218
Key:
Data
{'content': 'scraping'}