Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
View word page
καταξυράω
shave close

ShortDef

shave close

Debugging

Headword:
καταξυράω
Headword (normalized):
καταξυράω
Headword (normalized/stripped):
καταξυραω
IDX:
46215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46216
Key:

Data

{'content': 'shave close'}