Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμός
καταξύω
Καταονία
καταπάγιον
καταπάγιος
View word page
καταξοή
polishing, smoothing

ShortDef

polishing, smoothing

Debugging

Headword:
καταξοή
Headword (normalized):
καταξοή
Headword (normalized/stripped):
καταξοη
IDX:
46213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46214
Key:

Data

{'content': 'polishing, smoothing'}