Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξύλωσις
καταξυράω
View word page
καταξέω
polish smooth
ShortDef
polish smooth
Debugging
Headword:
καταξέω
Headword (normalized):
καταξέω
Headword (normalized/stripped):
καταξεω
IDX:
46205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46206
Key:
Data
{'content': 'polish smooth'}