Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
View word page
καταξαίνω
to card

ShortDef

to card

Debugging

Headword:
καταξαίνω
Headword (normalized):
καταξαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταξαινω
IDX:
46202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46203
Key:

Data

{'content': 'to card'}