Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
View word page
κατανωτιστής
one who despises

ShortDef

one who despises

Debugging

Headword:
κατανωτιστής
Headword (normalized):
κατανωτιστής
Headword (normalized/stripped):
κατανωτιστης
IDX:
46201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46202
Key:

Data

{'content': 'one who despises'}