Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
View word page
κατανύω
to bring to quite an end

ShortDef

to bring to quite an end

Debugging

Headword:
κατανύω
Headword (normalized):
κατανύω
Headword (normalized/stripped):
κατανυω
IDX:
46198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46199
Key:

Data

{'content': 'to bring to quite an end'}