Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
View word page
κατανυστάζω
doze, fall asleep

ShortDef

doze, fall asleep

Debugging

Headword:
κατανυστάζω
Headword (normalized):
κατανυστάζω
Headword (normalized/stripped):
κατανυσταζω
IDX:
46197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46198
Key:

Data

{'content': 'doze, fall asleep'}