Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξέω
καταξηραίνω
View word page
κατανύσσω
stab, gouge
ShortDef
stab, gouge
Debugging
Headword:
κατανύσσω
Headword (normalized):
κατανύσσω
Headword (normalized/stripped):
κατανυσσω
IDX:
46196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46197
Key:
Data
{'content': 'stab, gouge'}