Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
View word page
κατανυκτικός
pricking at heart

ShortDef

pricking at heart

Debugging

Headword:
κατανυκτικός
Headword (normalized):
κατανυκτικός
Headword (normalized/stripped):
κατανυκτικος
IDX:
46194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46195
Key:

Data

{'content': 'pricking at heart'}