Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
View word page
καταντλητικός
of or for douching

ShortDef

of or for douching

Debugging

Headword:
καταντλητικός
Headword (normalized):
καταντλητικός
Headword (normalized/stripped):
καταντλητικος
IDX:
46193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46194
Key:

Data

{'content': 'of or for douching'}