Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
View word page
καταντλητέον
one must douche

ShortDef

one must douche

Debugging

Headword:
καταντλητέον
Headword (normalized):
καταντλητέον
Headword (normalized/stripped):
καταντλητεον
IDX:
46192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46193
Key:

Data

{'content': 'one must douche'}