Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
View word page
κατάντλημα
douche
ShortDef
douche
Debugging
Headword:
κατάντλημα
Headword (normalized):
κατάντλημα
Headword (normalized/stripped):
καταντλημα
IDX:
46191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46192
Key:
Data
{'content': 'douche'}