Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάντημα
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
View word page
καταντλέω
to pour

ShortDef

to pour

Debugging

Headword:
καταντλέω
Headword (normalized):
καταντλέω
Headword (normalized/stripped):
καταντλεω
IDX:
46190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46191
Key:

Data

{'content': 'to pour'}