Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
ἀμισθί
ἀμισθία
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
Ἀμίστρης
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
Ἀμισώδαρος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμίτρωτος
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμά
ἁμματίζω
ἁμματισμός
ἀμμία
View word page
ἄμισχος
without stalk
ShortDef
without stalk
Debugging
Headword:
ἄμισχος
Headword (normalized):
ἄμισχος
Headword (normalized/stripped):
αμισχος
IDX:
4618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4619
Key:
Data
{'content': 'without stalk'}