Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
View word page
καταντικρύ
right opposite (adv or prep)
ShortDef
right opposite (adv or prep)
Debugging
Headword:
καταντικρύ
Headword (normalized):
καταντικρύ
Headword (normalized/stripped):
καταντικρυ
IDX:
46187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46188
Key:
Data
{'content': 'right opposite (adv or prep)'}