Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
καταντλητέον
καταντλητικός
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
View word page
καταντιβολέω
entreat earnestly

ShortDef

entreat earnestly

Debugging

Headword:
καταντιβολέω
Headword (normalized):
καταντιβολέω
Headword (normalized/stripped):
καταντιβολεω
IDX:
46186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46187
Key:

Data

{'content': 'entreat earnestly'}