Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
View word page
κατάντημα
end, goal

ShortDef

end, goal

Debugging

Headword:
κατάντημα
Headword (normalized):
κατάντημα
Headword (normalized/stripped):
καταντημα
IDX:
46180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46181
Key:

Data

{'content': 'end, goal'}