Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
View word page
καταντάω
come down to, arrive

ShortDef

come down to, arrive

Debugging

Headword:
καταντάω
Headword (normalized):
καταντάω
Headword (normalized/stripped):
κατανταω
IDX:
46179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46180
Key:

Data

{'content': 'come down to, arrive'}