Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
View word page
κατανοτίζω
to bedew
ShortDef
to bedew
Debugging
Headword:
κατανοτίζω
Headword (normalized):
κατανοτίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανοτιζω
IDX:
46177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46178
Key:
Data
{'content': 'to bedew'}