Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
καταντητέον
View word page
κατανοστέω
return from banishment

ShortDef

return from banishment

Debugging

Headword:
κατανοστέω
Headword (normalized):
κατανοστέω
Headword (normalized/stripped):
κατανοστεω
IDX:
46174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46175
Key:

Data

{'content': 'return from banishment'}