Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντης
κατάντησις
κατάντηστιν
View word page
κατανομοθετέω
legislate

ShortDef

legislate

Debugging

Headword:
κατανομοθετέω
Headword (normalized):
κατανομοθετέω
Headword (normalized/stripped):
κατανομοθετεω
IDX:
46173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46174
Key:

Data

{'content': 'legislate'}