Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντης
View word page
κατανομίζω
recognize
ShortDef
recognize
Debugging
Headword:
κατανομίζω
Headword (normalized):
κατανομίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανομιζω
IDX:
46171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46172
Key:
Data
{'content': 'recognize'}