Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
View word page
κατανομή
pasture

ShortDef

pasture

Debugging

Headword:
κατανομή
Headword (normalized):
κατανομή
Headword (normalized/stripped):
κατανομη
IDX:
46170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46171
Key:

Data

{'content': 'pasture'}