Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
View word page
κατάνομαι
to be used up

ShortDef

to be used up

Debugging

Headword:
κατάνομαι
Headword (normalized):
κατάνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανομαι
IDX:
46169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46170
Key:

Data

{'content': 'to be used up'}