Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
View word page
κατανοητέον
one must observe, learn

ShortDef

one must observe, learn

Debugging

Headword:
κατανοητέον
Headword (normalized):
κατανοητέον
Headword (normalized/stripped):
κατανοητεον
IDX:
46167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46168
Key:

Data

{'content': 'one must observe, learn'}