Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
View word page
κατανοέω
to observe well, to understand
ShortDef
to observe well, to understand
Debugging
Headword:
κατανοέω
Headword (normalized):
κατανοέω
Headword (normalized/stripped):
κατανοεω
IDX:
46164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46165
Key:
Data
{'content': 'to observe well, to understand'}