Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
View word page
κατανίσταμαι
rise up against

ShortDef

rise up against

Debugging

Headword:
κατανίσταμαι
Headword (normalized):
κατανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
κατανισταμαι
IDX:
46163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46164
Key:

Data

{'content': 'rise up against'}