Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
View word page
κατανίσσομαι
go or come down from; go through
ShortDef
go or come down from; go through
Debugging
Headword:
κατανίσσομαι
Headword (normalized):
κατανίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανισσομαι
IDX:
46162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46163
Key:
Data
{'content': 'go or come down from; go through'}