Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
View word page
κατανίπτης
washer
ShortDef
washer
Debugging
Headword:
κατανίπτης
Headword (normalized):
κατανίπτης
Headword (normalized/stripped):
κατανιπτης
IDX:
46161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46162
Key:
Data
{'content': 'washer'}