Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατάνομαι
View word page
κατανικάνδρα
she that subdues men

ShortDef

she that subdues men

Debugging

Headword:
κατανικάνδρα
Headword (normalized):
κατανικάνδρα
Headword (normalized/stripped):
κατανικανδρα
IDX:
46159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46160
Key:

Data

{'content': 'she that subdues men'}